- γαλακτοσκόπηση
- και γαλακτοσκοπία, ηη γαλακτομέτρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. γαλακτοσκόπηση < γάλα (-κτος) + -σκόπηση < σκοπώγαλακτοσκοπία < γάλα(-κτος) + -σκοπία < -σκοπος < σκοπός. Η λ. γαλακτοσκόπησις μαρτυρείται από το 1894 από τον Αναστάσιο Χρηστομάνο στην εφημερίδα Ακρόπολις, η δε λ. γαλακτοσκοπία μαρτυρείται από το 1895 από τον Γεώργιο Πιλάβιο στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.